- συμπεριαγωγος
- συμπεριαγωγόςσυμ-περιᾰγωγός2водящий повсюду, т.е. руководящий во всем
(αἱ τέχναι Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(αἱ τέχναι Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συμπεριαγωγός — ὁ, ἡ, Α [συμπεριάγω] αυτός που συντελεί στην περιαγωγή*, στην περιφορά … Dictionary of Greek
συμπεριαγωγοῖς — συμπεριαγωγός assistant in converting others masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)